Parallax View

Αστέρια σκονισμένα

Του Γιώργου Τούλα Είναι δυο ώρες που απολύθηκε. Στην αρχή άκουγε για άλλους. Δικούς και ξένους. Άκουγε ιστορίες. Μετά οι ιστορίες έγιναν Ιστορία. Η δική του. Ένα πρωί το αφεντικό δεν φάνηκε. Το μαγαζί δεν άνοιξε. Μεγάλο μαγαζί, από τα μεγαθήρια της Μοναστηρίου. Υπήρχαν υπόνοιες. Οι τύποι από τις τράπεζες μπαινόβγαιναν τελευταία, μια συνάδελφος από […]

Γιώργος Τούλας
αστέρια-σκονισμένα-11800
Γιώργος Τούλας
1.jpg

Του Γιώργου Τούλα

Είναι δυο ώρες που απολύθηκε. Στην αρχή άκουγε για άλλους. Δικούς και ξένους. Άκουγε ιστορίες. Μετά οι ιστορίες έγιναν Ιστορία. Η δική του. Ένα πρωί το αφεντικό δεν φάνηκε. Το μαγαζί δεν άνοιξε. Μεγάλο μαγαζί, από τα μεγαθήρια της Μοναστηρίου. Υπήρχαν υπόνοιες. Οι τύποι από τις τράπεζες μπαινόβγαιναν τελευταία, μια συνάδελφος από το λογιστήριο έλεγε πως αυτή τη φορά δεν τη γλιτώνουμε. Και μετά το τελεσμένο. Ένα πρωί δεν άνοιξε κάνεις. Σα χαμένοι φύγαν προς το Σταθμό. Κάθισαν σε ένα καφενείο να δουν τι γίνεται. Κάνεις δεν μιλούσε. Είχαν πάρει να στολίζουν χριστουγεννιάτικα στο κέντρο. Τέλη Νοέμβρη. Δεν πήγε σπίτι αμέσως. Τι να τους πει; Πήγε στην τράπεζα.

Σήκωσε με μιας όλο το υπόλοιπο, δεν ήταν και πολλά. Της γυναίκας του είχε να της πάρει δώρο από μια επέτειο τρία χρόνια πριν, οι κόρες του είχαν έτοιμες λίστες για τις γιορτές, από τα γράμματα στον άγιο που δεν είχαν ταχυδρομηθεί ακόμα, στην τσάντα τα κουβαλούσε βδομάδες τώρα. Ζαχάρωνε και ένα κοστούμι κάθε φορά που περνούσε από τη Βενιζέλου. Μη φανταστείς κάτι ακριβό. Ένα απλό γκρίζο με ρίγες. Σαφώς καλύτερο από το παλιό που είχε ξεφτίσει. Όχι πως δεν μπορούσε να το πάρει και πέρσι, αλλά να τα παιδιά πάντα προέχουν. Πήρε για όλους κάτι, το κοστούμι περίσσευε. Μπήκε στο μαγαζί το καμάρωσε, το πρόβαρε, θα έρθω με τη γυναίκα μου είπε. Να το δει και κείνη. Μην πάρω μόνος την απόφαση. Στάθηκε ακόμα λίγο στη βιτρίνα, έφυγε. Στη Μητροπόλεως ένα ταξιδιωτικό είχε βγάλει πρόσφορες στα χιόνια. Βουλγαρία με 250 ευρώ, δυο μέρες όλα πληρωμένα. Δε βαριέσαι, για τα παιδιά θα ναι μια χαρά. Έκλεισε. Με το πούλμαν. Η γυναίκα του τον άρπαξε από τα μούτρα το μεσημέρι. Δεν χρειαζόμασταν ταξίδι, ο μισθός σου τον άλλο μήνα θα πάει όλος για τα φροντιστήρια. Το σπίτι θέλει επισκευές. Τα παράθυρα μπάζουν από παντού. Δεν μπορείς να το ακυρώσεις; Δεν μιλούσε. Την άκουγε. Ανέβηκε στην ταράτσα να κάνει ένα τσιγάρο. Τα περιστέρια του γείτονα αλώνιζαν. Σαν τα πουλιά του Χίτσκοκ πετούσαν πάνω από το κεφάλι του. Δυο ηλεκτρολόγοι προσπαθούσαν να συνδέσουν λαμπάκια σε μια πολυκατοικία. Το σκοτάδι έγινε φως. Σαν να άλλαξε η γειτονιά. Σα διαφήμιση από αυτές που δείχνουν τα Χριστούγεννα. Που όλοι τρέχουν να προλάβουν να φτάσουν σπίτι, κάποιος να τους υποδεχτεί με μια αγκαλιά, να ανοίξουν δώρα, να παίζει ο Φρανκ Σινάτρα.

Η γυναίκα του ανέβηκε να δει γιατί αργεί. Τι κάνεις εδώ πάνω μέσα στο κρύο. Σβήσε το τσιγάρο και έλα να βοηθήσεις στο τραπέζι. Και να πέσεις νωρίς για ύπνο. Αύριο είναι Παρασκευή και πιάνετε δουλειά στις επτά με τις πληρωμές. Έλα να σου πω, της είπε, μη φεύγεις. Εκείνη στάθηκε μακριά, σε ακούω, του είπε. Τι λες να τα μαζέψουμε να πάμε στης ξαδέρφης σου; Εδώ δεν έχει μέλλον πια για μας. Τρελάθηκες; του είπε κείνη και κούμπωσε βιαστικά τη ζακέτα στους ώμους. Τι δουλειά έχουμε εμείς στο Γιοχάνεσμπουργκ; Άντε πάμε κάτω θα κρυώσει το φάι. Κατέβα και έρχομαι, της είπε. Πήγε στο αυτοκίνητο, πήρε τα δώρα. Καθίσαν να φάνε. Χρόνια πολλά τους είπε και τους τα έδωσε. Μα  τα Χριστούγεννα δεν έφτασαν ακόμη μπαμπά, είπε η κόρη του με απορία. Για σένα δεν πήρες τίποτε; τον ρώτησαν. Δυο σακιά υπομονή, απάντησε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα